συγκινεῖ

συγκινεῖ
συγκινέω
stir up
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συγκινέω
stir up
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
συγκῑνεῖ , συγκινέω
stir up
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συγκῑνεῖ , συγκινέω
stir up
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τρωάδες — Τραγωδία του Ευριπίδη, που αναφέρεται βασικά στα δεινά του πόλεμου. Η Εκάβη βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου, από τα λόγια, δε, που ο ποιητής βάζει στο στόμα της και των συναιχμαλώτων της ξεχειλίζει ο θρήνος για ό,τι έχασαν και αγωνία για ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • ακατάνυκτος — ἀκατάνυκτος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει αισθανθεί κατάνυξη, ο ασυγκίνητος 2. αυτός που δεν προκαλεί κατάνυξη, δεν συγκινεί 3. επίρρ. ἀκατανυκτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανυκτὸς < κατανύσσω] …   Dictionary of Greek

  • εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • κακιώνω — και κακιώνομαι [κακία] 1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα 2. παροιμ. α) «κάκιωσ ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτηξικάρδιος — ον, Μ αυτός που λειώνει, που συγκινεί την καρδιά ώς τη ρίζα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + *τηξικάρδιος (σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τήκω + καρδία, πρβλ. σπαραξι κάρδιος)] …   Dictionary of Greek

  • συναρπαστικός — ή, ό, Ν (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός. επίρρ... συναρπαστικά Ν με συναρπαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Αντιγόνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα του μύθου των Λαβδακιδών, κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, όπως και η Ισμήνη, o Ετεοκλής και o Πολυνείκης, ή της Ευρυγανείας, όπως αναφέρεται στο παλαιό έπος Οιδιπόδεια. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τον μύθο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”